- χονδρίνη
- η, Νη συστατική ουσία τών χόνδρων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chondrin (< χόνδρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεμούριοι — Κοινή ονομασία της υπόταξης των προπιθήκων, της τάξης των πρωτευόντων. Η ονομασία της επιστημονικής κατάταξής τους οφείλεται στο γεγονός ότι, μολονότι φέρουν χαρακτηριστικά όμοια με των πιθήκων, εξελίχθηκαν λιγότερο από τους τελευταίους, τόσο από … Dictionary of Greek
ξιφοειδής — ές (Α ξιφοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με ξίφος, που έχει το σχήμα ξίφους νεοελλ. φρ. «ξιφοειδής απόφυση» ανατ. η οξεία, εν μέρει οστέινη και εν μέρει χόνδρινη, κατάληξη τού οστού τού στέρνου, που αποτελεί το κατώτερο τμήμα του, αλλ. ξιφίστερνο.… … Dictionary of Greek
πτερυγιοφόρος — α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πτερύγια 2. το ουδ. ως ουσ. το πτερυγιοφόρο ζωολ. χόνδρινη ράβδος που σχηματίζει μια ακτίνα στα πτερύγια τών καρχαριών, τών σκυλόψαρων και τών οστεοϊχθύων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερύγιο + φόρος* (< φέρω). Η λ. ως επιστημον.… … Dictionary of Greek
πώρος — Όνομα 2 Ινδών βασιλιάδων. 1. Βασιλιάς ινδικών χωρών στους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γνωστός για τη γενναιότητά του. Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατόρθωσε να περάσει τον ποταμό Υδάσπη, συγκρούστηκε με τον στρατό του Π., που είχε ένα ζωντανό… … Dictionary of Greek
υδρόζωα — Ομοταξία κοιλεντερωτών. Στην oμοταξία αυτή υπάγονται κοιλεντερωτά ζώα των οποίων η ακτινωτή κατασκευή έχει ως βάση 4, 6 ή περισσότερες ακτίνες. Τα κοιλεντερωτά αυτά έχουν τη μορφή μέδουσας ή πολύποδων. Οι πρώτες κολυμπούν ελεύθερα, έχουν μορφή… … Dictionary of Greek
χονδροκράνιο — το, Ν ζωολ. το τμήμα τού κρανίου που πρωτοσχηματίζεται στο έμβρυο τών σπονδυλοζώων ως χόνδρινη επένδυση μέρους τού εγκεφάλου και τού έσω αφτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + κρανίο. Η λ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. chondrocranium] … Dictionary of Greek
αλβουμοειδή — Φαρμακευτική ονομασία σειράς σωμάτων που έχουν στενή σχέση με τα λευκωματοσώματα και αποτελούν τα συστατικά πολλών ιστών, όπως του συνδετικού ιστού, των χονδροκυττάρων, του κερατοειδούς ιστού, των τενόντων κ.ά. Στα σώματα αυτά ανήκουν η γλουτίνη … Dictionary of Greek
ασκίδια — Ομοταξία θαλάσσιων ζώων του φύλου των χορδωτών (υποσυνομοταξία χιτωνοζώων)·το σώμα τους είναι σκεπασμένο με ένα ανθεκτικό και ελαστικό κοκκινωπό περίβλημα που αποτελείται από μια χόνδρινη ουσία, η οποία αποκαλείται τουνικίνη, με χημική σύσταση… … Dictionary of Greek